Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

hymne en orange

"Πρακτικά βγαίνω με κάποιον. Είναι πολύ καλό παιδί. Πάρα πολύ καλό παιδί."

Όταν ξεκινάς έτσι, όταν το πρώτο πράγμα που μου λες γι αυτόν είναι η πόσο καλό παιδί είναι, μάλλον δεν ενδιαφέρεσαι και πολύ. Βέβαια, ποια είμαι εγώ που θα θέσω στάνταρ στις ανθρώπινες σχέσεις και τα αισθήματα. Ο καθένας βιώνει κάποια πράγματα διαφορετικά. Πάντως, δεν είδα τα μάτια σου να φωτίζονται. Δεν είναι αυτό το σκανταλιάρικο χαμόγελο στη δεξιά άκρη των χειλιών σου, όπως τότε, πριν 2 χρόνια που μου μιλούσες για εκείνον (Ανθή είναι υπέροχος. Και τα μάτια του είναι σαν την θάλασσα. Όχι, μην γελάς, αλήθεια σου λέω!). Πες την αλήθεια, δεν σε νοιάζει και πολύ γι αυτή σου την καινούργια κατάκτηση. Απλά βαρέθηκες να είσαι μόνη. Και ποιος μπορεί να σε παρεξηγήσει άλλωστε; Και εσύ είσαι ένα καλό κορίτσι. Ένα πάρα πολύ καλό κορίτσι. 

Κάπου όμως στην πορεία απόφασισες να μην περάσεις μερικούς θλιβερούς μήνες μόνη. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή που "αποφασίζεις" -βασικά, το ξέρεις ήδη μέσα σου από καιρό, το 'χεις ζυμώσει κατά πάσα πιθανότητα, με μια επιφύλαξη, από την πρώτη στιγμή που έκανες εικόνα το πρόσωπο σου δίπλα στον άλλο- πιστεύεις πως είναι αυτό που χρειάζεσαι στο παρόν. Τώρα. Ίσως για λίγες μέρες, ή βδομάδες. 

Μα όταν μιλάμε για μήνες; Ως που μπορεί να τραβήξει αυτή η μετριότητα και πως σε αλλάζει; Λίγο-λίγο; Σταδιακά; Μπλιαχ, τι λέξη κι αυτή για δυο ανθρώπινες ψυχές! Σταδιακά. Ήδη από το "στάδιο" έχω αρχίσει να φαντάζομαι ένα μικρό έλος πίσω από καλαμιές, κολλώδες και πυκνό και προβλέψιμο: είναι καλοκαίρι, βρίσκεσαι σε κάποιον άγνωστο για σενα χωματόδρομο και σε κάποια στροφή, έχεις βρεθεί και με τις δυο σου ρόδες μέσα.

Μετριότητα. Συνήθεια. Κανένα μεγαλειώδες συναίσθημα. Τουλάχιστον όταν σκάνε πυροτεχνήματα είναι η πρώτη ένδειξη ότι έστω για λίγο, ήσουν εντάξει με σενα. Κέρδισες ένα εισιτήριο για μία και μόνη διαδρομή σε ένα ρόλλερ κόστερ. Το γνωστό, με τα απότομα σκαπανεβάσματα. Εκείνο που σε ορισμένες στροφές μέσα στην μαύρη νύχτα, νομίζεις πως θα φύγει από τις ράγες και θα ακουμπήσεις την ουρά κάποιου αστεριού. Υπάρχει και μια πιθανότητα όντως να εκτροχιαστεί και να πέσεις στο κενό. Και μην ξεχνάμε πως η διαδρομή κάποτε τελειώνει. Χαλάλι, γιατί ένιωσες!
Ένα εύθυμο εμβατήριο! 
Ένιωσες!
ένιωσες!
ένιωσες!


*

“I wish you had people around you more rudely alive, warmer…”

— Vincent Van Gogh




(Εικόνα @mou-les-ta-matia-sou, Tumblr)

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες



Κάπως, σιγά-σιγά, η ζυγαριά του κόσμου αυτού κλίνει προς την δικαιοσύνη. 
Κι όσο κι αν ή αλλη πλευρά λυσσομανάει τραβώντας την προς τα κάτω, πετάει τις πιο κοφτερές τις λεπίδες, αδειάζει όλα τα θανατηφόρα και βρωμερά της σωθικά πάνω στο ασημένιο πιάτο… μάταια-
Η γη συνεχίζει να γυρίζει. Ο ήλιος ανατέλλει. Όπως κάθε μέρα, το φως λιγοστεύει κατά τις 7.00 μ.μ. και τα σύννεφα ξεσπάνε. Τα ρολά ανεβαίνουν για να μπει το δροσερό αεράκι μετά την βροχή να λυτρώσει τα ζεστά πλακάκια του σπιτιού. 

Γέρνω στην καρέκλα μου: μια συνήθεια χρόνων. Υπομονετικό scroll. Δημόψισμα. €€€φόβοςελπίδαευρώπησωτηρίακαυγάδεςΝΑΙ/ΟΧΙ- σταματάω. Άδικη, ακαταλόγιστη, αμετροεπής κατάχρηση λέξεων. Αηδία.

Κι απρόσμενα, ένα χέρι απλώνεται. Δεν ξέρω αν θέλει να με ξεκοιλιάσει ή να με τραβήξει προς την επιφάνεια, αλλά είναι εκεί. Απειλεί να μου σπάσει τα πλευρά, να ξεκλειδώσει το απαραβίαστο κλουβί στο στέρνο μου. 

[
Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή
Παιδιά γυναίκες έντομα
Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φιλμ. 
Κι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς.
Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν.
 Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε
Τις ασχολίες σας να διακόψτε τη ζωή σας
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις
Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω. 
Mανόλης Αναγνωστάκης ]

λέγεται Ελπίδα. Αδερφή με την Παγίδα. Πέρασαν πολλά χρόνια η μία πλάι στην άλλη, μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Ευμετάβλητες. Έρχονται με την μορφή που τις χρειάζεσαι. Η δικιά μου είναι ένας λαγός, με γυαλιά που κρέμονται στραβά από το πρόσωπο του. Στο μπροστινό του πόδι ένα ρολόι τσέπης. Είναι βιαστικός.

Η γνωστή ιστορία. Ένα ξανθό κορίτσι μπροστά σε μια τρύπα. Ούτε εκείνος δεν ξέρει αν οδηγεί πλέον στην Χώρα των Θαυμάτων, αφού σχεδόν κανείς δεν πιστεύει σε αυτή πλέον. Σταμάτα να αποζητάς μια ουτοπία μικρή μου, we are not in Wonderland anymore Alice. 

και κάπου στο βάθος της τρύπας, νομίζω πως βλέπω μια λάμψη. Το στόμα μου στεγνό, διψάω. Οι παλάμες μου με φαγουρίζουν. 

Λυγίζω τα γόνατα και πηδάω—

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

La ritournelle



Έρχεται πάντα στη ζωή η δύσκολη εκείνη στιγμή
που γυρνάς ένα πρωί και βρίσκεις την πόρτα κλειστή

 Και ψάχνεις που να γύρεις 
και δεν υπάρχει ώμος κανείς.

Είναι εκείνη η αιθέρια στιγμή που αρχίζει να χαράζει, που τα πλακάκια γυαλίζουν από τον πρωινό δρόσο και τα φύλλα κρέμονται βαριά απ' τα κλαδιά. Τότε ακριβώς που αποκαλύπτεται η αλήθεια στα πρόσωπα και στα μέρη, κάτω απ' το ημίφως και το μισοσκόταδο. Που δεν ξέρεις ακριβώς αν η μέρα αγκαλιάζει την νύχτα ή το αντίστροφο. Πάντως τα φώτα των αυτοκινήτων είναι ακόμα αναμμένα. Και οι φανοστάτες στα πεζοδρόμια τρεμοφέγγουν, ροζ σχεδόν, έτοιμοι να σβήσουν.

 Στην Εθνικής Αμύνης, δίπλα στα Πανεπιστήμια περνάει κάποιο ταξί, κάποια κοπέλα με μουσταρδί κασκόλ τυλιγμένο μέχρι πάνω, και οι στάσεις των λεωφορείων μοιάζουν σαν κάτι να περιμένουν, μέσα στην εγκατάλειψή τους. Τον δρόμο τον κυκλώνει ένα πράσινο φως από τους κισσούς στα κάγκελα γύρω και τα μεγάλα δέντρα. 

 [ Out in the garden where we planted the seeds
There is a tree as old as me
Branches were sewn by the color of green
Ground had arose and passed its knees
]

Κάπου εκεί βρίσκεται η πόρτα για την Χωρα του Ποτέ, μου 'χουνε πει.

κι όλα μοιάζουν σκοτεινά, όλα δύσκολα και όλα θολά
κι αφού κλάψεις στα σκαλιά, σ’ αρπάζει μια άγρια χαρά

Δε σταματώ
Ξημερώνει και φεύγω

Απλά προχωράς. Μαγεμένος. Μεθυσμένος... Προχωράς.
Απογοητευμένος. Γελασμένος. Νοσταλγικός... Προχωράς.
 


[  There is a house built out of stone
Wooden floors, walls and window sills
Tables and chairs worn by all of the dust
This is a place where I don't feel alone
This is a place where I feel at home.

And I built a home
for you
for me

Until it disappeared
from me
from you

And now, it's time to leave and turn to dust. ]

 

Και σαν πολύχρωμο κομφετί, 
σκορπάνε όσα χτίσαμε.
ροζ, πράσινα, γαλάζια και χρυσά-
ψηλά σε ένα μπαλκόνι,
σε μια (άλλη) γκρίζα πόλη.
Και μια μοναχική κοπέλα,
την αγκαλιάζει ένας καλειδοσκοπικός ανεμοστρόβιλος.

*

Έχω μια ισχυρή πεποίθηση ότι όσα ονειρευόμαστε δεν χάνονται ποτέ πραγματικά. 
Κάπου, κάπως και κάποτε, θα τα ζήσουμε. 
Κάπου, κάπως και κάποτε, 
κάποιοι άλλοι ξυπνάνε στη δική μας ονειρική πραγματικότητα.


Κι ένα βράδυ που `ναι αργά και θα θες μια ζεστή αγκαλιά
Θα βρεθείς ξαφνικά στην πόρτα της πάλι μπροστά
 Πόσο θέλεις να τη δεις, πόσα θέλεις ξανά να της πεις
μα δε βγαίνει έξω κανείς και σε παίρνει η αγκαλιά της βροχής


Κάπου, κάπως και κάποτε,
βρίσκεις τον δρόμο για το σπίτι
του
σου
Σας.


 

Η καρδιά σου θα χτυπάει στο ρυθμό της καταιγίδας χρωμάτων-
απλά ξεκίνα.