Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

La ritournelle



Έρχεται πάντα στη ζωή η δύσκολη εκείνη στιγμή
που γυρνάς ένα πρωί και βρίσκεις την πόρτα κλειστή

 Και ψάχνεις που να γύρεις 
και δεν υπάρχει ώμος κανείς.

Είναι εκείνη η αιθέρια στιγμή που αρχίζει να χαράζει, που τα πλακάκια γυαλίζουν από τον πρωινό δρόσο και τα φύλλα κρέμονται βαριά απ' τα κλαδιά. Τότε ακριβώς που αποκαλύπτεται η αλήθεια στα πρόσωπα και στα μέρη, κάτω απ' το ημίφως και το μισοσκόταδο. Που δεν ξέρεις ακριβώς αν η μέρα αγκαλιάζει την νύχτα ή το αντίστροφο. Πάντως τα φώτα των αυτοκινήτων είναι ακόμα αναμμένα. Και οι φανοστάτες στα πεζοδρόμια τρεμοφέγγουν, ροζ σχεδόν, έτοιμοι να σβήσουν.

 Στην Εθνικής Αμύνης, δίπλα στα Πανεπιστήμια περνάει κάποιο ταξί, κάποια κοπέλα με μουσταρδί κασκόλ τυλιγμένο μέχρι πάνω, και οι στάσεις των λεωφορείων μοιάζουν σαν κάτι να περιμένουν, μέσα στην εγκατάλειψή τους. Τον δρόμο τον κυκλώνει ένα πράσινο φως από τους κισσούς στα κάγκελα γύρω και τα μεγάλα δέντρα. 

 [ Out in the garden where we planted the seeds
There is a tree as old as me
Branches were sewn by the color of green
Ground had arose and passed its knees
]

Κάπου εκεί βρίσκεται η πόρτα για την Χωρα του Ποτέ, μου 'χουνε πει.

κι όλα μοιάζουν σκοτεινά, όλα δύσκολα και όλα θολά
κι αφού κλάψεις στα σκαλιά, σ’ αρπάζει μια άγρια χαρά

Δε σταματώ
Ξημερώνει και φεύγω

Απλά προχωράς. Μαγεμένος. Μεθυσμένος... Προχωράς.
Απογοητευμένος. Γελασμένος. Νοσταλγικός... Προχωράς.
 


[  There is a house built out of stone
Wooden floors, walls and window sills
Tables and chairs worn by all of the dust
This is a place where I don't feel alone
This is a place where I feel at home.

And I built a home
for you
for me

Until it disappeared
from me
from you

And now, it's time to leave and turn to dust. ]

 

Και σαν πολύχρωμο κομφετί, 
σκορπάνε όσα χτίσαμε.
ροζ, πράσινα, γαλάζια και χρυσά-
ψηλά σε ένα μπαλκόνι,
σε μια (άλλη) γκρίζα πόλη.
Και μια μοναχική κοπέλα,
την αγκαλιάζει ένας καλειδοσκοπικός ανεμοστρόβιλος.

*

Έχω μια ισχυρή πεποίθηση ότι όσα ονειρευόμαστε δεν χάνονται ποτέ πραγματικά. 
Κάπου, κάπως και κάποτε, θα τα ζήσουμε. 
Κάπου, κάπως και κάποτε, 
κάποιοι άλλοι ξυπνάνε στη δική μας ονειρική πραγματικότητα.


Κι ένα βράδυ που `ναι αργά και θα θες μια ζεστή αγκαλιά
Θα βρεθείς ξαφνικά στην πόρτα της πάλι μπροστά
 Πόσο θέλεις να τη δεις, πόσα θέλεις ξανά να της πεις
μα δε βγαίνει έξω κανείς και σε παίρνει η αγκαλιά της βροχής


Κάπου, κάπως και κάποτε,
βρίσκεις τον δρόμο για το σπίτι
του
σου
Σας.


 

Η καρδιά σου θα χτυπάει στο ρυθμό της καταιγίδας χρωμάτων-
απλά ξεκίνα.